-
1 προσφορα
I.ἥ1) прибавление, увеличение(τῶν ἡμαρτημένων Soph.)
2) преподнесение, подача Plat.3) дар, благодеяние Soph.4) применение, употреблениеἡ π., ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ Plat. — надлежащий способ употребления;
ἥ π. τῶν αἰτιῶν Arst. — объяснение через причины5) приставление(τῶν κλιμάκων Polyb.)
6) (тж. π. τῆς τροφῆς Arst.) прием пищи(πόσεις καὴ προσφοραί Plut.)
7) приношение, подношение(π. καὴ θυσία τῷ θεῷ NT.)
II.Iτά полезное, нужное, необходимое(τὰ π. πάντα Arph.)
τὰ π. τῆς συμφορᾶς Eur. — необходимая помощь в беде;τὰ π. μακρᾶς κελεύθου Aesch. — отдых, необходимый после долгого путешествияIIadv. надлежащим образом, как следует или осторожно(π. μ΄ αἴρετε Eur.)
См. также в других словарях:
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek